ημεραργία

ημεραργία
η
1. η καταναγκαστική αργία σε εργάσιμη ημέρα
2. αποζημίωση που καταβάλλεται σε κάποιον για ημιαργία ή για απομάκρυνση από την εργασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)*- + αργία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημεραργία — η 1. υποχρεωτική αργία σε εργάσιμη ημέρα: Είχαμε πολλές ημεραργίες αυτόν το μήνα. 2. αποζημίωση που καταβάλλεται για τις υποχρεωτικές αργίες: Απεργούν, γιατί δεν πήραν ακόμη τις ημεραργίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”